- ραμφοειδής
- ης, ες клювообразный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ραμφοειδής — ές, Ν αυτός που μοιάζει στο σχήμα με ράμφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ράμφος + ειδής*] … Dictionary of Greek
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek
ραμφώδης — ες, / ῥαμφώδης, ῶδες, ΝΑ [ῥάμφος] ραμφοειδής … Dictionary of Greek